εὐτείχεος

εὐτείχεος
εὐ-τείχεος, metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐτείχεος — well walled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτείχεος — εὐτείχειος, ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος τού ευ τειχής για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • Εὐτείχεος — Εὐτείχης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτείχεον — εὐτείχεος well walled masc/fem acc sg εὐτείχεος well walled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτείχεα — εὐτείχεος well walled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτειχής — εὐτειχής, ές και ἐϋτειχής, ές (Α) εὐτείχεος* (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι τειχής, επτα τειχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”